Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
πεφοβημένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του φοβέω· πεφοβημένως, με φόβο, φοβισμένα, σε Ξεν.