πεφοβημένος

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537

Greek Monotonic

πεφοβημένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του φοβέω· πεφοβημένως, με φόβο, φοβισμένα, σε Ξεν.