πεφοβημένος
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
Greek Monotonic
πεφοβημένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του φοβέω· πεφοβημένως, με φόβο, φοβισμένα, σε Ξεν.