αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
πεφοβημένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του φοβέω· πεφοβημένως, με φόβο, φοβισμένα, σε Ξεν.