πεφοβημένος

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monotonic

πεφοβημένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του φοβέω· πεφοβημένως, με φόβο, φοβισμένα, σε Ξεν.