πιστώσαντο
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monotonic
πιστώσαντο: Επικ. γʹ πληθ. Μέσ. αορ. αʹ του πιστόω.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
πιστώσαντο: Επικ. γʹ πληθ. Μέσ. αορ. αʹ του πιστόω.