πολυπρηγμονέω

Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Ion. for πολυπραγμονέω.

German (Pape)

[Seite 670] ion. = πολυπραγμονέω.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπρηγμονέω: Ἰων. ἀντὶ πολυπραγμονέω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πολυπραγμονέω.

Greek Monotonic

πολυπρηγμονέω: Ιων. αντί πολυπραγμονέω.