τέτρηχα

Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. ταράσσω 111.

German (Pape)

[Seite 1100] perf. zu ταράσσω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

τέτρηχα: ἴδε ταράσσω ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

pf. ion. de θράσσω;
pf. épq. de ταράσσω.

Greek Monotonic

τέτρηχα: προστ παρακ. του ταράσσω· θηλ. μτχ. τετρηχυῖα· γʹ ενικ. υπερσ. τετρήχει.