A v. ταράσσω 111.
[Seite 1100] perf. zu ταράσσω, w. m. s.
τέτρηχα: ἴδε ταράσσω ΙΙΙ.
pf. ion. de θράσσω;pf. épq. de ταράσσω.
τέτρηχα: προστ παρακ. του ταράσσω· θηλ. μτχ. τετρηχυῖα· γʹ ενικ. υπερσ. τετρήχει.