τέρεμνον

Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

τό,

   A v. τέραμνον. τέρεμνος, ον, = στερεός, στερρός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1093] τό, auch τέραμνον, alles fest u. dicht Verschlossene u. Bedeckte, Haus, Zimuer, Kasten u. dgl.; οἴκων, Eur. Hipp. 418, Περγάμων τέρεμνα, Troad. 1297;, sp. D., auch in späterer Vrosa, wie Artemid. 2, 10; Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τέρεμνον: τό, ἴδε ἐν λέξ. τέραμνον· ― τέρεμνος, ὁ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686Β.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
toit ; maison, demeure.
Étymologie: cf. τέραμνον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. τέραμνον.

Greek Monotonic

τέρεμνον: βλ. τέραμνον.