τέρεμνος
From LSJ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1093] auch τέραμνος, statt στέρεμνος, στερεός; nach Phryn. in B. A. 8, 16 nannten die Athener so die leicht weich werdenden Hülsenfrüchte.
Greek (Liddell-Scott)
τέρεμνος: -ον, ἀντὶ στερεός, στερρός, «τέρεμνος· ἰσχυρός. ἢ στέρεμνος» Ἡσύχ.: πρβλ. στερέμνιος.