ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
υἱάσι: ποιητ. δοτ. πληθ. τοῦ υἱός, Ὅμ.
dat. pl. de υἱός.
υἱάσι: ποιητ. δοτ. πληθ. του υἱός.