ὑποσιωπάω

Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A pass over in silence, Aeschin.3.239.    II keep silent, Ph.2.178, Ael.VH8.16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσιωπάω: παρέρχομαι ἐν σιωπῇ, τὰ δὲ ἑβδομήκοντα τάλαντα ὑποσιωπᾷς Αἰσχίν. 88. 7. ΙΙ. τηρῶ σιωπήν, μένω σιωπηλός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 16, Φίλων τ. 2, σ. 178, 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 passer sous silence;
2 garder le silence.
Étymologie: ὑπό, σιωπάω.

Greek Monotonic

ὑποσιωπάω: μέλ. -ήσομαι, περνώ σε σιωπή, αποσιωπώ, σε Αισχίν.