οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep
fém. ion. et épq. de ὠκύς.
ὠκέᾰ: Επικ. αντί ὠκεῖα, θηλ. του ὠκύς.