ἄσακτος

Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον, (σάττω)

   A not trodden down, γῆ X.Oec.19.11.

German (Pape)

[Seite 368] nicht fest getreten, locker, Xen. Oec. 19, 11, γῆ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non chargé ; vide, flasque.
Étymologie: ἀ, σάττω.

Spanish (DGE)

-ον no hollado γῆ X.Oec.19.11.

Greek Monolingual

ἄσακτος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει πατηθεί («ἄσακτος γῆ» — αφράτο χώμα, Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + σακτός < σάττω «συμπιέζω, πατώ»].

Greek Monotonic

ἄσακτος: -ον (σάττω), αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄσακτος: неутоптанный, рыхлый (γῆ Xen.).