μακεδονιστί
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
(Α μακεδονιστί)
επίρρ. στη μακεδονική διάλεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδόνες + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. Λυδ-ιστί)].
Russian (Dvoretsky)
μᾰκεδονιστί: adv. по-македонски Plut.