μακεδονιστί

From LSJ
Revision as of 06:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

μακεδονιστί)
επίρρ. στη μακεδονική διάλεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδόνες + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. Λυδ-ιστί)].

Russian (Dvoretsky)

μᾰκεδονιστί: adv. по-македонски Plut.