πρόσθετον

From LSJ
Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
t. de méd. pessaire, suppositoire.
Étymologie: πρόσθετος.

Russian (Dvoretsky)

πρόσθετον: τό мед. пессарий (τοῖς προσθέτοις βασανίζειν τὰς γυναῖκας Arst.).