πρόσθετον
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
t. de méd. pessaire, suppositoire.
Étymologie: πρόσθετος.
Russian (Dvoretsky)
πρόσθετον: τό мед. пессарий (τοῖς προσθέτοις βασανίζειν τὰς γυναῖκας Arst.).