λογίως
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
French (Bailly abrégé)
adv.
avec éloquence;
Sp. λογιώτατα.
Étymologie: λόγιος.
Russian (Dvoretsky)
λογίως: красноречиво Plut.