τοξότας
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (Slater)
τοξότας adj.,
1 archer Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατόν (O. 13.89) Ποίαντος υἱὸν τοξόταν (P. 1.53)
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τοξότης.
Russian (Dvoretsky)
τοξότας: α adj. m дор. = τοξότης II.