τοξότας

From LSJ
Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

English (Slater)

τοξότας adj.,
   1 archer Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατόν (O. 13.89) Ποίαντος υἱὸν τοξόταν (P. 1.53)

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τοξότης.

Russian (Dvoretsky)

τοξότας: α adj. m дор. = τοξότης II.