χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
3ᵉ sg. f. ind. ou poét. 3ᵉ sg. sbj. ao. Moy. de χώομαι.
χώσεται: Επικ. αντί χώσηται, γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του χώομαι.
χώσεται: эп. (= χώσηται) 3 л. sing. aor. conjct. к χώομαι.