ψευδοκλητία
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
German (Pape)
[Seite 1394] ἡ, = ψευδοκλητεία, Lob. Phryn. p. 507.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοκλητία: ἡ v. l. = ψευδοκλητεία.