πυθοχρήστης
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πυθοχρήστας, ὁ, Α
βλ. πυθόχρηστος.
Russian (Dvoretsky)
πῡθοχρήστης: дор. πῡθοχρήστᾱς 2 предсказанный, предписанный или возвещенный пифийским Аполлоном (φυγάς Aesch.).