πρωτόρριζος

Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A being the first root or origin, Luc.Am.19.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόρριζος: -ον, ὁ ὢν ἡ πρώτη ῥίζαἀρχή, τὴν προμήτορα καὶ πάσης γενέσεως πρωτόρριζον (φύσιν) μάρτυρα ἐπικαλοῦμαι Λουκ. Ἔρωτ. 19.

Greek Monolingual

-ον, Α
πρωτότυπος, αρχέγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ-ρριζος].

Russian (Dvoretsky)

πρωτόρριζος: являющийся корнем, т. е. первопричиной, началом (πάσης γενέσεως Luc.).