αρχέγονος
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
-η, -ο (AM ἀρχέγονος, -ον)
1. ο παλαιός, ο αρχαίος, ο πρώτος του γένους
2. ο πρωταρχικός
νεοελλ.
ο πρωτόγονος ή ο καθυστερημένος.