ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
adv.avec une probité scrupuleuse.Étymologie: καλοκἀγαθικός.
καλοκἀγᾰθικῶς: честно, порядочно, благородно (κ. καὶ γενναίως Plut.).