κλεῖα

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek (Liddell-Scott)

κλεῖα: ποιητ. συνῃρ. ἀντὶ τοῦ κλέεα, πληθ. τοῦ κλέος, Ἡσίοδ.

Greek Monotonic

κλεῖα: Επικ. συνηρ. από το κλέεα, πληθ. του κλέος.

Russian (Dvoretsky)

κλεῖα: эп. Hes. pl. к κλέος.