Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
κλεῖα: ποιητ. συνῃρ. ἀντὶ τοῦ κλέεα, πληθ. τοῦ κλέος, Ἡσίοδ.
κλεῖα: Επικ. συνηρ. από το κλέεα, πληθ. του κλέος.
κλεῖα: эп. Hes. pl. к κλέος.