ἡνιόχησις

Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

εως, ἡ,= ἡνιοχεία, Pl.Phdr. 246b, D.Chr.36.42;

   A νεφέλης ὀπισθοφυλακούσης Ph.2.174.

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, Lenken, Regieren; ἡ περὶ ἡμᾶς ἡν. Plat. Phaedr. 246 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιόχησις: -εως, ἡ, = ἡνιοχεία, Πλάτ. Φαίδρ. 246Β, Φίλων 2. 174.

Greek Monolingual

ἡνιόχησις, ἡ (Α) ηνιοχώ
ηνιοχείαἡνιόχησις νεφέλης», Φίλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἡνιόχησις: εως ἡ Plat. = ἡνιοχεία.