ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
τοὐπιόν: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν τὸ ἐπιόν, Εὐρ. Ρῆσ. 331, Ἀποσπ. 1058.
τοὐπιόν: κράση αντί τὸ ἐπιόν.
τοὐπιόν: in crasi = τὸ ἐπιόν (к ἐπιέναι).