ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
ἴσαντι: Δωρ. ἀντὶ ἴσασι, γ’ πληθ. τοῦ οἶδα.
ἴσαντι: Δωρ. γʹ πληθ. του οἶδα αντί ἴσασι.
ἴσαντι: I дор. 3 л. pl. praes. к *ἴσημι.II дор. dat. part. к *ἴσημι.