Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
dor. c. χοιροπώλης.
χοιροπώλᾱς: ᾱ ὁ дор. = χοιροπώλης.