ao. 3ᵉ pl. διεδάσαντο;partager entre soi : τι qch ; ἐς φυλάς HDT partager entre les tribus.Étymologie: διά, δαίομαι.
διαδαίομαι: делить между собой, разделять (κειμήλια παῦρα Hom. - in tmesi; γαῖαν τρίχα Pind. - in tmesi; τὴν ληΐην Her.).