ἀνεέργω: παρατ. ἀνέεργον, παλαιὸς Ἐπ. τύπος τοῦ ἀνείργω.
(ϝέργω), ipf. ἀνέεργον: hold back, check. (Il.)
v. ἀνείργω.
ἀνεέργω: παρατ. ἀνέεργον, παλαιοί Επικ. τύποι του ἀν-είργω.
ἀνεέργω: эп. = ἀνείργω.