πεντέγραμμος

Revision as of 08:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A consisting of five lines, πεσσὰ π. draughts played on a board with five lines, S.Fr.429 ; cf. πεντάγραμμον.

German (Pape)

[Seite 557] = πεντάγραμμος, Soph. frg. 381, πεσσά, vgl. Lob. Phryn. 413.

Greek (Liddell-Scott)

πεντέγραμμος: -ον, ὁ ἐκ πέντε γραμμῶν ἀποτελούμενος, πεσσὰ πεντάγραμμα καὶ κύβων βολὰς Σοφ. Ἀποσπ. 581 ἐκ τοῦ Ἡσυχ., ἔνθα: «παρ’ ὅσον πέντε γραμμαῖς ἔπαιζον, διαφέρει δὲ πεττεία κυβείας. ἐν ᾗ μὲν γὰρ τοὺς κύβους ἀναρρίπτουσιν· ἐν δὲ τῇ πεττείᾳ αὐτὸ μόνον τὰς ψήφους μετακινοῦσι».: ― πεντάγραμμον, τό, σχῆμα ἀστέρος, ὃ ἐσχημάτιζον οἱ Πυθαγόρειοι διὰ συμπλοκῆς τριγώνων σχημάτων, οὕτω, κοινῶς τὸ σχῆμα τοῦτο ὀνομάζεται πεντάλφα, ἴδε τὴν λέξιν, Λουκ. ὑπὲρ τοῦ Πταίσματ. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πεντάγραμμος.

Russian (Dvoretsky)

πεντέγραμμος: пятилинейный (πεσσά Soph.).