πεντάλφα
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
πεντάλφα: τό, ὡς καὶ νῦν, σχῆμα ὅμοιον πρὸς πέντε ἄλφα συμπεπλεγμένα ἐν εἴδει μονογράμματος, οὕτω, ☆ Σχολ. εἰς Λουκ. ὑπὲρ τοῦ Πταίσματ. 5, ἴδε πεντέγραμμος.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και πεντάλφα, η, Νζωγραφικό σχήμα που προκύπτει από τον συνδυασμό πέντε κεφαλαίων Α και είναι το πεντάγραμμο τών Πυθαγορείων, το οποίο χαρασσόταν με μια μονοκοντυλιά και ήταν σύμβολο της αιωνιότητας και της τριάδας, ενώ σήμερα αποτελεί σύμβολο διαφόρων μυστηριακών ή αποκρυφιστικών λατρειών
νεοελλ.
(λαογρ.) (στη μαγική πρακτική) συνηθισμένο μέσο αποτροπής ή θεραπείας κακού, όπως λ.χ. αρρώστιας κ.ά., με τη μορφή κυρίως φυλαχτών τα οποία καθιστούσαν σιδηροκέφαλους, δηλ. απρόσβλητους από κακό, όσους τά φορούσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ἄλφα.