περιαμπίσχω
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
German (Pape)
[Seite 568] = Vorigem; λόγους, Eur. Med. 282; καὶ τοῦτό γ' ἐπίτηδές σε περιήμπισχεν, Ar. Equ. 890.
Russian (Dvoretsky)
περιαμπίσχω: Arph. = περιαμπέχω.