ἀμφιλόγως
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
French (Bailly abrégé)
adv.
c. ἀμφιλέκτως.
Étymologie: ἀμφίλογος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιλόγως: Aesch. = ἀμφιλέκτως.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
adv.
c. ἀμφιλέκτως.
Étymologie: ἀμφίλογος.
ἀμφιλόγως: Aesch. = ἀμφιλέκτως.