ἐνδίκως
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
French (Bailly abrégé)
adv.
1 justement, équitablement;
2 justement, à bon droit;
3 véritablement.
Étymologie: ἔνδικος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδίκως: (ῐ) справедливо, законно, правильно, заслуженно (μέμφεσθαι Aesch.; ξυνάψειν κακά τινι Eur.; λέγεσθαι Plat.).