φιάλιον
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
German (Pape)
[Seite 1273] τό, = Folgdm, Duris bei Ath. VI, 231 b.
Greek Monolingual
τὸ, Α φιάλη
υποκορ. τ. του φιάλη.
Russian (Dvoretsky)
φιάλιον: (ᾰ) τό небольшая чаша Arst.