πιστικῶς
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
French (Bailly abrégé)
adv.
fidèlement.
Étymologie: πιστικός¹.
Russian (Dvoretsky)
πιστικῶς: верно: π. ἔχειν πρός τινα Plut. сохранять верность кому-л.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
adv.
fidèlement.
Étymologie: πιστικός¹.
πιστικῶς: верно: π. ἔχειν πρός τινα Plut. сохранять верность кому-л.