τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
ἡ, ΜΑ, και σύνροια Α συρρέωσυρροή («ἡ... ἐς τὴν γαστέρα ξύρροια τοῡ πύου», Αρετ.).
σύρροια: ἡ Polyb. = συρροή.