ὑποκρατηρίδιον

Revision as of 09:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
support d’un petit cratère.
Étymologie: ὑπό, κρατήρ.

Greek Monotonic

ὑποκρᾱτηρίδιον: Ιων. ὑποκρητ-, τό, βάση πάνω στην οποία τοποθετείται ο κρατήρ, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκρᾱτηρίδιον: ион. ὑποκρητηρίδιον τό подставка для чаши, подчашник Her.