παρεκέσκετο

Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. παράκειμαι.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκέσκετο: ἴδε παράκειμαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. itér. de παρακείμαι.

English (Autenrieth)

see παράκειμαι.

Greek Monotonic

παρεκέσκετο: Ιων. αντί -έκειτο, γʹ ενικ. παρατ. του παράκειμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρεκέσκετο iter. imperf. 3 sing. van παράκειμαι.