περιήνεικα

Revision as of 10:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Ion. aor. 1 of περιφέρω, Hdt.1.84.

Greek (Liddell-Scott)

περιήνεικα: Ἰων. ἀόρ. α΄ τοῦ περιφέρω, Ἡρόδ. 1.84.

French (Bailly abrégé)

v. περιφέρω.

Greek Monotonic

περιήνεικα: Ιων. αντί -ήνεγκα, αόρ. αʹ του περιφέρω, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιήνεικα Ion. indic. aor. act. van περιφέρω.