προσμυθολογέω
English (LSJ)
A talk or prattle with one, τινι Luc.Sat.7.
German (Pape)
[Seite 773] mit Einem reden, schwatzen, τινί, Luc. Sat. 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσμῡθολογέω: προσομιλῶ μυθολογῶν, τινι Λουκ. Κρον. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’entretenir avec, τινι.
Étymologie: πρός, μυθολογέω.
Greek Monotonic
προσμῡθολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ή φλυαρώ με κάποιον, τινί, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσμῡθολογέω: беседовать, болтать (τινι Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-μυθολογέω, met dat. praten met.