Φερσεφόνη

From LSJ
Revision as of 11:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316

Greek (Liddell-Scott)

Φερσεφόνη: ποιητικ. ἀντὶ Περσεφόνη, συχν. παρὰ Πινδ. Φερσεφόνεια Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monotonic

Φερσεφόνη: ποιητ. αντί Περσεφόνη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Φερσεφόνη: дор. Φερσεφόνᾱ ἡ Pind. = Περσεφόνη.