Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
Menander, Monostichoi, 316Greek (Liddell-Scott)
Φερσεφόνη: ποιητικ. ἀντὶ Περσεφόνη, συχν. παρὰ Πινδ. Φερσεφόνεια Ἡσύχ. ἐν λ.
Greek Monotonic
Φερσεφόνη: ποιητ. αντί Περσεφόνη, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Φερσεφόνη: дор. Φερσεφόνᾱ ἡ Pind. = Περσεφόνη.