αντιπαραβολή
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀντιπαραβολή)
αντιπαράθεση, σύγκριση.
Russian (Dvoretsky)
αντιπαραβολή: ἡ взаимное сопоставление, сравнение Arst., Plut.
η (ΑΜ ἀντιπαραβολή)
αντιπαράθεση, σύγκριση.
αντιπαραβολή: ἡ взаимное сопоставление, сравнение Arst., Plut.