κρυπτόν

From LSJ
Revision as of 11:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

το
χημ. αμέταλλο χημικό στοιχείο που ανήκει στην ομάδα τών ευγενών αερίων.

Russian (Dvoretsky)

κρυπτόν: τό1) скрытный характер, скрытность (τῆς τῶν Λακεδαιμονίων πολιτείας Thuc.);
2) тж. pl. тайна Eur., NT: ἐν κρυπτῷ NT втайне; τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους NT скрытое во мраке;
3) сокровенное место, тайник NT.