σκαληνία

Revision as of 11:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,

   A unevenness, σχημάτων Plu.2.697a.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, Höckrigkeit, Ungleichheit, Plut. Symp. 6, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰληνία: ἡ, ἀνισότης, ἀνωμαλία, Πλούτ. 2. 697Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
inégalité.
Étymologie: σκαληνός.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκαληνός
ανισότητα, ανομοιότητα.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰληνία: ἡ неровность или неравенство (σχημάτων Plut.).