Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Menander, Monostichoi, 173French (Bailly abrégé)
adv.
ἀπλήστως διακεῖσθαι être insatiable.
Étymologie: ἄπληστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπλήστως: ненасытно, жадно (ἔχειν или διακεῖσθαι πρός τι Xen., Isocr., περί τι Isocr. и τινός Plut.).