κρήμναμαι
From LSJ
τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐκρημνάμην;
être suspendu.
Étymologie: cf. κρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κρήμναμαι: [med. к κρήμνημι (только praes. и impf. ἐκρημνάμην; дор. gen. pl. part. f κρημνᾰμενᾶν или κρημνᾰμένᾱν)
1) висеть, свисать, опускаться: ὀμμάτων κρημνάμεναι νεφέλαι Aesch. туманы, застилающие глаза;
2) прижиматься, льнуть: παρῄδων ἐξ ἐμᾶν ἐκρήμνατο Eur. (Клитемнестра) прильнула к моим щекам.