δυσκαταμαθήτως
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à être difficilement compris.
Étymologie: δυσκαταμάθητος.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαταμαθήτως: с трудом усваивая: δ. ἔχειν Isocr. плохо понимать.
adv.
de manière à être difficilement compris.
Étymologie: δυσκαταμάθητος.
δυσκαταμαθήτως: с трудом усваивая: δ. ἔχειν Isocr. плохо понимать.