δυσκαταμάθητος
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
[μᾰ], ον, hard to learn or hard to understand, Isoc.10.11, Pl.Plt. 303d (Comp.), D.H.Th.9. Adv. δυσκαταμαθήτως, ἔχειν Isoc.2.33.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de reconocer ἰδέαι καὶ καιροί (de los discursos), Isoc.10.11, cf. Pl.Plt.303d
•difícil de entender λόγος Isoc.12.246, cf. D.H.Th.55.2, πράγματα Isoc.15.265, D.H.Th.9.9.
2 adv. δυσκαταμαθήτως = con dificultad de reconocimiento (οἱ καιροί) δυσκαταμαθήτως ἔχουσιν = es difícil darse cuenta de la ocasión adecuada, Isoc.2.33.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu erlernen, schwer zu begreifen, compar., Plat. Polit. 303 d u. Folgde; – δυσκαταμαθήτως ἔχειν Isocr. 2, 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à apprendre ou à comprendre.
Étymologie: δυσ-, καταμανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαταμάθητος: с трудом усваиваемый, малопонятный Isocr., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαταμάθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νά μάθῃ τις ἢ νὰ ἐννοήσῃ, Ἰσοκρ. 210Β, Πλάτ. Πολιτ. 303D. - Ἐπίρρ., δυσκαταμαθήτως ἔχειν Ἰσοκρ. 21C.
Greek Monolingual
δυσκαταμάθητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μαθαίνεται ή κατανοείται.
Greek Monotonic
δυσκαταμάθητος: -ον (καταμανθάνω), δυσνόητος ή ακαταλαβίστικος, σε Ισοκρ.· επίρρ., -τως ἔχειν, στον ίδ.
Middle Liddell
δυσ-καταμάθητος, ον καταμανθάνω
hard to learn or understand, Isocr. adv., -τως ἔχειν Isocr.