συγκαταιρέω

Revision as of 14:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. συγκαθαιρέω.

German (Pape)

[Seite 965] ion. statt συγκαθαιρέω, Her.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταιρέω: Ἰωνικ. ἀντὶ συγκαθαιρέω, Ἡρόδ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συγκαθαιρέω.

Greek Monotonic

συγκαταιρέω: Ιων. αντί συγκαθαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαταιρέω Ion. voor συγκαθαιρέω.