στασιωτικόν
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιωτικόν: τό мятежность: κατὰ τὸ σ. Thuc. бунтовщически, мятежно.
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
στᾰσιωτικόν: τό мятежность: κατὰ τὸ σ. Thuc. бунтовщически, мятежно.